- σκηνοβάτης
- ὁ, Α1. ηθοποιός2. διακεκριμένο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στηλο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκηνοβατώ — έω, ΜΑ [σκηνοβάτης] (αμτβ.) 1. παίζω στο θέατρο 2. ανεβαίνω, σκαρφαλώνω («ἐν τοῑς κρημνοῑς αἰγῶν ἀγρίων δίκην ἐσκηνοβάτουν», Θεοφάν. Ομ.) αρχ. μτφ. 1. υποδύομαι θεατρικό ρόλο, παρουσιάζω κάτι στη σκηνή θεάτρου 2. εμφανίζω, επιδεικνύω, παρουσιάζω… … Dictionary of Greek